- φυκογείτων
- φῡκο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,A near the seaweed, dwelling by the sea, epith. of Priapus, AP6.193 (Flacc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκογείτων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμο γείτων)] … Dictionary of Greek
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek